Σεβαστοφορικός

Σεβαστοφορικός
Σεβαστο-φορικός, ή, όν,
A pertaining to the Σεβαστοφόροι, IG3.1145 iii 15 (ii/iii A.D.); μετὰ τὰς -κὰς νομάς ib.1184 (iii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σεβαστοφορικός — ή, όν, Α [σεβαστοφόροι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους σεβαστοφόρους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”